κορεοκτόνος

κορεοκτόνος
ο
αυτός που σκοτώνει τους κοριούς («κορεοκτόνο φάρμακο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορέος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. βροτο-κτόνος, εντομο-κτόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο περιοδικό Φοίβος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κορεοκτονία — η [κορεοκτόνος] η εξόντωση τών κοριών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”